Πάει ένας άνδρας στον ψυχίατρο και τον ρωτάει:
– Γιατρέ, πώς μπορώ να καταλάβω αν ένας άνθρωπος είναι τρελός;
– Κοίτα, λέει ο ψυχίατρος. Για παράδειγμα γεμίζουμε μια μπανιέρα με νερό. Δίνουμε στον άνθρωπο ένα κουταλάκι, ένα φλιτζάνι και έναν κουβά και του ζητάμε να αδειάσει την μπανιέρα…
– Α, κατάλαβα. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα έπαιρνε τον κουβά.
– Όχι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα τραβούσε την τάπα της μπανιέρας. Θέλετε κρεβάτι δίπλα σε παράθυρο;
Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα
(Костикас сидит возле: «вне» своего дома и играет с мячом;Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε
(проезжает мусоровоз и его спрашивают):– Έχετε σκουπίδια
(есть мусор);– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας
(минутку: «половина минуты», /сейчас/ спрошу, говорит Костикас;Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του
(заходит в дом и находит свою маму;– Μαμά, έχουμε σκουπίδια
(мама, у нас есть: «имеем» мусор);– Έχουμε παιδί μου
(есть, детка).Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω
(выходит Костикас снова на улицу: «наружу») και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο (и кивает /в сторону/ мусоровоза;– Δεν θέλουμε σκουπίδια
(нам не нужен: «не хотим» мусор). Έχουμε (у нас есть)!Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα.
Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε:
– Έχετε σκουπίδια;
– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας.
Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του:
– Μαμά, έχουμε σκουπίδια;
– Έχουμε παιδί μου.
Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο.
– Δεν θέλουμε σκουπίδια. Έχουμε!
Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει
(один человек видит очень красивую женщину и ей говорит;«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας
(ах, как бы /мне/ хотелось быть на месте вашего мужа;Κι εκείνη του απαντά
(а та ему отвечает;Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει:
«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας!»
Κι εκείνη του απαντά: «Δεν θα σας το συνιστούσα. Ξέρετε είμαι χήρα!
Ο Κωστάκης ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα για να κουρδίσει το ρολόι του τοίχου
(Костакис встает: «поднимается» на стул, чтобы завести настенные часы;– Καλά θα κάνεις να βάλεις μια εφημερίδα στην καρέκλα
(хорошо бы ты положил: «хорошо сделаешь, /если/ положишь» газетку на стул;– Μπα, φτάνω και έτσι
(да ну, я и так достану;