Περάσανε ίσως δύο χρόνια. Μιαν άλλη μέρα το απαίσιο πλοίο παρουσιάστηκε, κουνιστό και λυγιστό, στον κόλπο της Νεάπολης. Έφερνε στην Ιταλία ένα τίμιο φορτίο χουρμάδες κ’ έμοιαζε πολύ περήφανο για την τιμιότητά του. Το ίδιο βράδυ ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος βγήκανε στην πολιτεία να δειπνήσουνε σαν άνθρωποι καθώς πρέπει. Έτσι τους ήρθε η όρεξη, εκείνο το βράδυ, να δοκιμάσουνε τις απολαύσεις της καθωσπρεποσύνης. Ο Μεμάς είχε φορέσει την πιο ωραία λινή φορεσιά του κ’ είχε πάρει, για την περίσταση, το πιο λορδικό του ύφος.
Τράβηξαν προς τη Σάντα Λουτσία (они направились в Санта Лучию;
Τράβηξαν προς τη Σάντα Λουτσία και στρώθηκαν με πολλή επισημότητα σ’ ένα ανθοστόλιστο υπαίθριο εστιατόριο της προκυμαίας αντίκρυ στο Καστέλλο ντελ’Οβο. Τους άρεσε το περιβάλλον. Το πλήθος ήτανε βοερό και χαρούμενο, η μουσική ελαφριά και γλυκιά. Το ίδιο ελαφριά και γλυκιά ήτανε κ’ η νύχτα, κ’ η θάλασσα ήμερη σαν τις ψυχές τους. Τα φώτα της ακτής λαμπύριζαν παιχνιδιάρικα στην επιφάνεια του νερού και στα κρυστάλλινα ποτήρια. Το κρασί της Ιταλίας τους ανέβηκε γρήγορα στο κεφάλι κ’ η ζωή έγινε ωραία.
Δεν έβλεπαν πολύ καθαρά (они не очень четко различали: «видели») τα πρόσωπα που τους τριγύριζαν (лица, которые их окружали). Ο Μεμάς, ωστόσο, πρόσεξε μια γυναίκα (Мемас, впрочем, заметил одну женщину). Την είδε μια στιγμή (/он/ увидел ее в /тот/ момент) που τον κοίταξε κατάματα (когда она посмотрела ему прямо в глаза), ύστερα την έχασε (затем потерял ее /из виду/), ύστερα την ξαναείδε (затем увидел вновь). Δεν κατάλαβε τι ήτανε (/он/ не понял, кем /она/ была). Σερβιτόρα ίσως (возможно, официанткой) ή πωλήτρια λουλουδιών (или продавщицей цветов) ή κάτι παραπλήσιο (или чем-то в этом роде: «чем-то близким»). Κάποια υπηρεσία (какую-то службу) είχε στο εστιατόριο (/она/ имела в ресторане = /она/ работала кем-то в ресторане). Η νέα Γαλλίδα του Τζιμπουτί είχε, βέβαια, χαθεί (юная француженка из Джибути, конечно, пропала) στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας (в открытых /водах/ Красного моря), δεν υπήρχε καμία αμφιβολία (не было никаких сомнений) πως ήτανε πεθαμένη από καιρό (/в том/, что /она/ уже долгое время была мертва), μα αυτή της έμοιαζε αρκετά (но эта /девушка/ была на нее очень похожа). Μόνο που τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα (только ее волосы изменили цвет) κι από μελαχρινά είχανε γίνει κατάξανθα (и из темных стали белокурыми). Και το ύφος της (/да/ и вид у нее) ήταν πολύ αλλιώτικο (был совершенно другим: «очень отличным»), ήταν ώριμο (зрелым), θεληματικό (нарочитым) και τραχύ (резким/грубым).
Δεν έβλεπαν πολύ καθαρά τα πρόσωπα που τους τριγύριζαν. Ο Μεμάς, ωστόσο, πρόσεξε μια γυναίκα. Την είδε μια στιγμή που τον κοίταξε κατάματα, ύστερα την έχασε, ύστερα την ξαναείδε. Δεν κατάλαβε τι ήτανε. Σερβιτόρα ίσως ή πωλήτρια λουλουδιών ή κάτι παραπλήσιο. Κάποια υπηρεσία είχε στο εστιατόριο. Η νέα Γαλλίδα του Τζιμπουτί είχε, βέβαια, χαθεί στα ανοιχτά της Ερυθρής Θάλασσας, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως ήτανε πεθαμένη από καιρό, μα αυτή της έμοιαζε αρκετά. Μόνο που τα μαλλιά της είχαν αλλάξει χρώμα κι από μελαχρινά είχανε γίνει κατάξανθα. Και το ύφος της ήταν πολύ αλλιώτικο, ήταν ώριμο, θεληματικό και τραχύ.