Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη (в Неаполе состоялся громкий судебный процесс: «большой суд»), ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη (приехал даже один знаменитый адвокат из Рима). Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν (все газеты опубликовали; δημοσιεύω
) τη φωτογραφία της κοπέλας (фотографию девушки) και λεπτομέρειες της ιστορίας της (и подробности ее истории; η λεπτομέρεια). Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά (суд ее торжественно оправдал; απαλλάσσω) κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή (а Мемаса отправил на два года в тюрьму). Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε (впрочем, освободили его), σε δέκα οχτώ μήνες (через восемнадцать месяцев) και δεν μπορεί να πει κανείς (да и нельзя сказать: «никто не может сказать») πως κακοπέρασε και πολύ (что /он/ очень плохо провел время; κακοπερνώ).
Έγινε μεγάλη δίκη στη Νεάπολη, ήρθε κ’ ένας ξακουστός δικηγόρος από τη Ρώμη. Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν τη φωτογραφία της κοπέλας και λεπτομέρειες της ιστορίας της. Το δικαστήριο την απάλλαξε πανηγυρικά κ’ έστειλε το Μεμά δύο χρόνια φυλακή. Τον ελευθέρωσαν, άλλωστε, σε δέκα οχτώ μήνες και δεν μπορεί να πει κανείς πως κακοπέρασε και πολύ.
Με το ευγενικό του παρουσιαστικό (из-за его благородной внешности) και τους καλούς του τρόπους (хороших манер) και με την άριστη συμπεριφορά του (и примерного поведения), κατάφερε (/ему/ удалось) και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι (расположить к себе стражников: «чтобы стражники взяли его на хорошем глазу»; παίρνω από καλό μάτι — быть расположенным к кому-то, быть у кого-то на хорошем счету; ο φύλακας
) και σαν έφυγε (и когда /он/ уходил) του έκαναν και κομπλιμέντα (/они/ ему даже комплименты говорили). Το κακό είναι πως (плохо было /только/, что), ύστερα από την καταδίκη του (после обвинительного приговора), οι ελληνικές αρχές (греческие власти; η αρχή — начало; власть) ακυρώσανε το δίπλωμά του (аннулировали его диплом; ακυρώνω) και σα γύρισε στην πατρίδα (и когда /он/ вернулся на родину; γυρίζω) δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης (/он/ не был ничем иным, кроме как простым моряком).
Με το ευγενικό του παρουσιαστικό και τους καλούς του τρόπους και με την άριστη συμπεριφορά του, κατάφερε και τον πήρανε οι φύλακές του από καλό μάτι και σαν έφυγε του έκαναν και κομπλιμέντα. Το κακό είναι πως, ύστερα από την καταδίκη του, οι ελληνικές αρχές ακυρώσανε το δίπλωμά του και σα γύρισε στην πατρίδα δεν ήτανε πια παρά ένας απλός ναύτης.
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά (сейчас /он/ путешествует иногда) στις ελληνικές θάλασσες (в греческих морях) με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας (на каботажных пароходах: «пароходах каботажного судоходства»), μα τον περισσότερο καιρό (но большую часть времени) φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά (/он/ прозябает безработный в Пирее; φυτοζωώ
). Μεθά πολύ (/он/ много пьет; μεθώ(α)). Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά (его глаза глубоко запали: «глубоко втянулись»; ρουφιέμαι) και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα (а лицо совсем увяло; μαραίνομαι), αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών (хотя ему не больше тридцати лет). Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας (/он/ часами сидит в кафе на набережной) και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι (и наслаждается /этим/, словно какой-нибудь старичок; μερακλώνομαι) και κουνά το κεφάλι (и качает головой; κουνώ(α)) απελπισμένος (отчаявшийся; η ελπίδα — надежда; приставка α- в начале слова зачастую обозначает отрицание) και άβουλος (и безвольный; η βουλή/η βούληση — воля, желание):— Σιμόνη την έλεγαν (ее звали Симона), μουρμουρίζει εμπιστευτικά (бормочет /он/ доверительно; μουρμουρίζω
). Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της (на суде /я/ узнал ее имя; μαθαίνω).
Τώρα ταξιδεύει καμιά φορά στις ελληνικές θάλασσες με τα βαπόρια της ακτοπλοΐας, μα τον περισσότερο καιρό φυτοζωεί άνεργος στον Πειραιά. Μεθά πολύ. Τα μάτια του ρουφήχτηκαν βαθιά και το πρόσωπό του έχει μαραθεί ολότελα, αν και δεν είναι περισσότερο από τριάντα χρονών. Κάθεται με τις ώρες στα καφενεδάκια της προκυμαίας και μερακλώνεται σαν κανένα γεροντάκι και κουνά το κεφάλι απελπισμένος και άβουλος:
— Σιμόνη την έλεγαν, μουρμουρίζει εμπιστευτικά. Στο δικαστήριο έμαθα το όνομά της.
Ξεχνιέται (/он/ забывается; ξεχνώ — ξεχνιέμαι
) κοιτάζοντας με ανέκφραστο βλέμμα (взирая ничего не выражающим: «невыразительным» взглядом; εκφράζω — выражать) τα πράσινα νερά του μεγάλου λιμανιού (на зеленые воды в большой гавани; το νερό; το λιμάνι), τους γερανούς (на подъемные краны; ο γερανός), τις μπενζίνες (моторные лодки; η μπενζίνα — бензин; моторная лодка) και τα βαπόρια (и на пароходы) που πάνε κ’ έρχονται σφυρίζοντας (которые приходят и уходят, свистя; σφυρίζω).