Ο Τοτός κάνει δυνατά την προσευχή του:
– Θεούλη μου, κάνε ο παππούς μου να μου φέρει ποδήλατο για τα γενέθλιά μου.
Κι ο μπαμπάς του που τον ακούει τον ρωτάει:
– Γιατί φωνάζεις παιδί μου, ο Θεός δεν είναι κουφός.
– Ναι, αλλά ο παππούς που είναι στο κάτω όροφο είναι.
* * *
Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του
(Тотос спрашивает свою мать):– Τι ωραίο φόρεμα
(какое красивое платье)! Ο μπαμπάς σου το χάρισε (папа тебе подарил; χαρίζω);– Όχι βέβαια
(конечно, нет)! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα (если б я ждала от этого скряги и никчемного, и тебя бы не имела; περιμένω; ο τσιγκούνης)!Ο Τοτός ρωτάει τη μητέρα του:
– Τι ωραίο φόρεμα! Ο μπαμπάς σου το χάρισε;
– Όχι βέβαια! αν περίμενα από αυτόν τον τσιγκούνη και άχρηστο ούτε εσένα δεν θα είχα!
* * *
Ένας ταχυδακτυλουργός δούλευε σε ένα κρουαζιερόπλοιο που ταξίδευε στον Ειρηνικό
(один фокусник работал на круизном корабле, который плавал: «путешествовал» в Тихом океане; δουλεύω; ταξιδεύω; ο Ειρηνικός Ωκεανός). Το κοινό του άλλαζε κάθε εβδομάδα (его публика менялась каждую неделю; αλλάζω) κι έτσι ο μάγος έκανε πάντα τα ίδια κόλπα (и таким образом маг делал = показывал всегда одни и те же трюки; κάνω). Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι το σώου το παρακολουθούσε και ο παπαγάλος του καπετάνιου κάθε εβδομάδα (единственной проблемой было то, что шоу смотрел: «следил» и попугай капитана каждую неделю; παρακολουθώ – следить, наблюдать; посещать) και στο τέλος έμαθε πώς έκανε όλα τα κόλπα του ο μάγος (и в конце концов он узнал, как делал все свои трюки маг; μαθαίνω – учить; узнавать).Άρχιζε, λοιπόν, να φωνάζει στη μέση του σώου, μετά από κάθε κόλπο
(начинал, таким образом, кричать посреди шоу после каждого трюка; αρχίζω): «Κοιτάξτε, είναι άλλο καπέλο (смотрите, это другая шляпа; κοιτάζω)» ή (или) «Έκρυψε τα λουλούδια κάτω από το τραπέζι (он спрятал цветы под столом; κρύβω)» ή «Γιατί είναι όλα τα τραπουλόχαρτα άσσοι μπαστούνι (почему все карты – трефовые тузы; ο άσος – ас, знаток; туз; το μπαστούνι – палка, трость; треф);» καταστρέφοντας τα κόλπα του ταχυδακτυλουργού (портя трюки фокусника; καταστρέφω – разрушать; портить)…Εκείνος, φυσικά, είχε εξοργιστεί
(тот, естественно, был рассержен; εξοργίζομαι), αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι μια και ο παπαγάλος ανήκε στον καπετάνιο (но не мог ничего сделать, поскольку попугай принадлежал капитану; μπορώ; ανήκω)…Ξαφνικά, μία νύχτα με άσχημο καιρό
(однажды ночью при плохой погоде; ο καιρός – время; погода), το πλοίο βουλιάζει στη μέση του Ειρηνικού (корабль тонет посреди Тихого океана), πνίγοντας σχεδόν όσους επέβαιναν σε αυτό (потопив почти всех находившихся на его борту; πνίγω – душить; топить; επιβαίνω – находиться на борту). Ο ταχυδακτυλουργός βρέθηκε να επιπλέει πάνω σε ένα κομμάτι ξύλο (фокусник оказался плывущим на доске: «куске дерева»; βρίσκομαι), μαζί με τον παπαγάλο του καπετάνιου (вместе с попугаем капитана)!