5 έν νυκτι και έν άποκρύφοις αμαρτάνει ώς ούχ όρώμενος έν όφθαλμοΐς αύτου λαλεΐ πάση γυναικι έν συνταγή κακίας ταχύς είσόδψ εις πασαν οικίαν έν Ιλαρότητι ώς ακακος
6 έξάραι ό θεός τούς έν ύποκρίσει ζώντας μετά όσίων έν φθορό σαρκός αύτου και πενί^ τήν ζωήν αύτου
7 άνακαλύψαι ό θεός τά έργα άνθρώπων άνθρωπαρέσκων έν καταγέλωτι και μυκτηρισμφ τά έργα αύτου
8 και δικαιώσαισαν όσιοι τό κρίμα του θεου αύτών έν τφ έξαίρεσθαι αμαρτωλούς άπό προσώπου δικαίου άνθρωπάρεσκον λαλουντα νόμον μετά δόλου
9 και οΙ όφθαλμοι αύτών έπ’ οίκον άνδρός έν εύσταθεί^ ώς οφις διαλυσαι σοφίαν άλληλων έν λόγοις παρανόμων
10 οΙ λόγοι αύτου παραλογισμοι είς πραξιν έπιθυμίας άδίκου ούκ άπέστη έως ένίκησεν σκορπίσαι ώς έν όρφανί^
11 και ήρήμωσεν οίκον ένεκεν έπιθυμίας παρανόμου παρελογίσατο έν λόγοις ότι ούκ έστιν όρών και κρίνων
12 έπλησθη έν παρανομίό έν ταύτη και οΙ όφθαλμοι αύτου έπ’ οίκον έτερον όλεθρευσαι έν λόγοις άναπτερώσεως
13 ούκ έμπίπλαται ή ψυχή αύτου ώς ςδης έν πασι τούτοις
14 γένοιτο κύριε ή μερΐς αύτου έν άτιμίρ ένώπιόν σου ή
15 έν όδύναις και πενίρ και άπορίρ ή ζωή αύτου κύριε ό ύπνος αύτου έν λύπαις και ή έξέγερσις αύτου έν άπορίαις
16 άφαιρεθείη ύπνος άπό κροτάφων αύτου έν νυκτί άποπέσοι άπό παντός έργου χειρών αύτου έν άτιμίρ
17 κενός χερσιν αύτου είσέλθοι εις τόν οίκον αύτου και έλλιπής ό οίκος αύτου άπό παντός ού έμπλησει ψυχήν αύτου
18 έν μονώσει άτεκνίας τό γήρας αύτου εις άνάλημψιν
19 σκορπισθείησαν σάρκες άνθρωπαρέσκων ύπό θηρίων και όστα παρανόμων κατέναντι του ήλίου έν άτιμίρ
20 όφθαλμούς έκκόψαισαν κόρακες ύποκρινομένων ότι ήρήμωσαν οίκους πολλούς άνθρώπων έν άτιμίρ και έσκόρπισαν έν έπιθυμίρ
21 και ούκ έμνησθησαν θεου και ούκ έφοβηθησαν τόν θεόν έν απασι τούτοις και παρώργισαν τόν θεόν και παρώξυναν
22 έξάραι αύτούς άπό τής γής ότι ψυχάς άκάκων παραλογισμφ ύπεκρίνοντο
23 μακάριοι οι φοβούμενοι τόν κύριον έν άκακίρ αύτών ό κύριος ρύσεται αύτούς άπό άνθρώπων δολίων και αμαρτωλών και ρύσεται ήμας άπό παντός σκανδάλου παρανόμου
24 έξάραι ό θεός τούς ποιουντας έν ύπερηφανίρ πασαν άδικίαν ότι κριτής μέγας και κραταιός κύριος ό θεός ήμών έν δικαιοσύνη
25 γένοιτο κύριε τό έλεός σου έπι πάντας τούς άγαπώντάς σε
Псалом пятый
1 Господи Боже, прославлю имя Твое в ликовании средь видящих праведность судов Твоих.
2 Ибо Ты благ и милостив, Ты – прибежище бедного. Когда я взываю к Тебе, не отвратись в молчании от меня –
3 ибо не возьмет добычи человек от мужа могучего. Да и кто возьмет из всего, что сотворил Ты, если Ты не дашь?
4 Ибо человек и жребий его у Тебя на весах, и не прибавит он, чтобы наполнить сверх суда Твоего, Боже!
5 В печали нашей призовем на помощь Тебя, и Ты не отвергнешь мольбу нашу, ибо Ты Единый Бог наш.
6 Да не опустишь тяжко руки Твоей на нас, чтобы не пришлось согрешить нам.
7 И если не обратишься к нам, не покинем Тебя, но последуем за Тобою.
8 Ибо если взалчу, воззову к Тебе, Боже, и Ты дашь мне.
9 Пернатых и рыб кормишь Ты, давая дождь в пустынях для взращения зелени,
10 дабы уготовить пропитание в пустыне всякому живущему. И если взалчут они, к Тебе поднимут лица свои.
11 Царей и начальников и народы Ты, Боже, питаешь; нищего и убогого кто надежда, если не Ты, Господи?
12 И Ты услышишь – ибо кто благ и праведен, кроме Тебя? – услышишь, как ликует душа смиренного, когда раскрываешь Ты милостиво руку Твою.
13 Доброта человеческая к ближнему скупа и холодна, и если повторит даяние без ропота, и тому подивишься.
14 Но Твое даяние великое благостно и обильно, и тот, чья надежда на Тебя, Господи, не поскупится на даяние сам.
15 На всей земле милость Твоя благостная, Господи!
16 Блажен тот, о ком помнит Бог, давая ему достаток умеренный: если получает чрезмерно человек, согрешает.
17 Довольно для него меры праведной, и потому благодарение Господу за насыщение праведное.
18 Да возвеселятся в благах боящиеся Господа, и благость Твоя на Израиле в Царствии Твоем.
19 Благословенна слава Господня, ибо Он Царь наш!
Греческий текст:
1 κύριε ό θεός αίνέσω τφ όνόματί σου έν αγαλλιάσει έν μέσψ έπισταμένων τα κρίματά σου τα δίκαια
2 ότι συ χρηστός και έλεήμων ή καταφυγή του πτωχού έν τφ κεκραγέναι με πρός σε μή παρασιωπήσης απ’ έμού
3 ού γαρ λήψεταί τις σκύλα παρα ανδρός δυνατού και τίς λήψεται από πάντων ών έποίησας έαν μή συ δφς
4 ότι άνθρωπος και ή μερις αύτού παρα σού έν σταθμφ ού προσθήσει τού πλεονάσαι παρα τό κρίμα σου ό θεός
5 έν τφ θλίβεσθαι ήμας έπικαλεσόμεθά σε είς βοήθειαν και συ ούκ αποστρέψη τήν δέησιν ήμων ότι συ ό θεός ήμων εί
6 μή βαρύνης τήν χεΐρά σου έφ’ ήμας ϊνα μή δι’ ανάγκην άμάρτωμεν
7 και έαν μή έπιστρέψης ήμας ούκ αφεξόμεθα αλλ’ έπι σε ηξομεν
8 έαν γαρ πεινάσω πρός σε κεκράξομαι ό θεός και συ δώσεις μοι
9 τα πετεινα και τους ίχθύας συ τρέφεις έν τφ διδόναι σε ύετόν έρήμοις είς ανατολήν χλόης
10 ήτοίμασας χορτάσματα έν έρήμψ παντι ζωντι και έαν πεινάσωσιν πρός σε αρούσιν πρόσωπον αύτων
11 τους βασιλείς και άρχοντας και λαούς συ τρέφεις ό θεός και πτωχού και πένητος ή έλπις τίς έστιν εί μή σύ κύριε