Μιλάγαν δύο παππούδες:
– Άσε ρε φίλε, τι έχω πάθει. Όλο ξεχνάω τελευταία. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μαζί μου.
– Α, και εγώ το είχα, αλλά πήγα σε έναν γιατρό και με έκανε περδίκι. Μιλάμε φοβερός γιατρός!
– Αλήθεια; Πώς τον λένε, να πάω και εγώ;
– Πώς τον λένε, πώς τον λένε… Θυμάσαι έναν πόλεμο που είχε γίνει παλιά;
– Ποιόν λες, τον πρώτο παγκόσμιο;
– Όχι, πιό παλιά.
– Την επανάσταση του 1821;
– Όχι, ακόμα πιο παλιά. Στην αρχαία Ελλάδα…
– Τον Πελοποννησιακό;
– Όχι μωρέ… Έναν που είχε γίνει για μία γυναίκα;
– Α, τον Τρωικό λες!
– Αμ, μπράβο! Πώς την λέγαν την γυναίκα αυτή;
– Ωραία Ελένη.
Γυρνάει και φωνάζει ο παππούς:
– Ελένη; Ρε θύμησέ μου… Πώς τον λέγανε τον γιατρό που πήγαμε;
Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει
(идет один человек в полицию и говорит;– «Η γυναίκα μου αγνοείται
(моя жена пропала;Ο αστυνόμος ζητάει την φωτογραφία της
(полицейский просит ее фотографию), την κοιτάζει και λέει (смотрит на нее и говорит):– «Μα κύριε, αυτή είναι κοντή, χοντρή και άσχημη
(но, господин, эта – невысокая, толстая и некрасивая)!»– «Το ξέρω», απαντάει ο σύζυγος
(знаю, отвечает супруг). «Σκέφτηκα μήπως μου βρίσκατε καμία καλύτερη (думал, может, найдете мне получше;Πάει κάποιος στην αστυνομία και λέει:
– «Η γυναίκα μου αγνοείται. Είναι ψηλή, όμορφη, αδύνατη και ξανθιά.»
Ο αστυνόμος ζητάει την φωτογραφία της, την κοιτάζει και λέει:
– «Μα κύριε, αυτή είναι κοντή, χοντρή και άσχημη!»
– «Το ξέρω», απαντάει ο σύζυγος. «Σκέφτηκα μήπως μου βρίσκατε καμία καλύτερη…»
Ενας δικηγόρος και μια ξανθιά κάθονται δίπλα δίπλα στο τρένο από Αθήνα προς Θεσσαλονίκη
(адвокат и блондинка сидят рядом в поезде из Афин в Салоники;