Μια ξανθιά, πολύ εντυπωσιακή γυναίκα, μπαίνει στην τράπεζα και ζητά ένα δάνειο 5.000 ευρώ
(одна блондинка, очень эффектная женщина, приходит в банк и просит кредит /в размере/ 5000 евро; η εντύπωση – впечатление; η τράπεζα). Πρέπει να φύγει για επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό για δύο εβδομάδες (она должна уехать в командировку: «рабочую поездку» за границу на две недели; φεύγω; η επάγγελμα – профессия; η εβδομάδα) και της χρειάζονται κάποια μετρητά (и ей нужны некоторые наличные; τα μετρητά). Ο υπάλληλος φαίνεται πρόθυμος να την εξυπηρετήσει (служащий, видимо, готов: «кажется готовым» ее обслужить; φαίνομαι; εξυπηρετώ), αλλά της λέει ότι για τη χορήγηση δανείου χρειάζεται να υπάρχει κάποια εγγύηση (но говорит ей, что для выдачи займа требуется, чтобы имелась: «существовала» какая-то гарантия; χορηγώ). Η ξανθιά τού δίνει τα κλειδιά μιας καινούριας Rolls Royce παρκαρισμένης έξω από την Τράπεζα (блондинка дает ему ключи от нового роллс-ройса, припаркованного около банка; παρκάρω) και μετά τον απαραίτητο έλεγχο για τη νομιμότητα της ιδιοκτησίας και όλα τα σχετικά από την πλευρά της τράπεζας (и после необходимой проверки законности собственности и всего прочего: «связанного» со стороны банка; ο έλεγχος; η πλευρά – сторона, бок; точка зрения, аспект), της χορηγούν το δάνειο με εγγύηση τη Rolls Royce (ей выдают займ под залог: «с гарантией» роллс-ройса). Η ξανθιά παίρνει τα λεφτά και φεύγει (блондинка берет деньги и уходит).Τα στελέχη της Τράπεζας φαίνεται να το διασκεδάζουν
(руководство банка это, похоже, позабавило), γελάνε σε βάρος της αφελούς ξανθιάς (они смеются насчет наивной блондинки; το βάρος – вес; σε βάρος κάποιου – за чей-л. счет, в ущерб кому-л.; αφελής) που έβαλε ως εγγύηση για ένα δάνειο μόλις 5.000 ευρώ ένα αυτοκίνητο πολλαπλάσιας αξίας (которая дала в залог: «как гарантию» под заем размером лишь 5000 евро автомобиль со стоимостью во много раз больше; πολλαπλασιάζω – умножать; увеличивать, множить; βάζω – класть, ставить; давать, предлагать; η αξία) και φροντίζουν ένας φύλακας να παραλάβει και να παρκάρει το αυτοκίνητο στο γκαράζ (и хлопочут о том, чтобы охранник взял и поставил автомобиль в гараж; φροντίζω – заботиться; хлопотать; παραλαμβάνω).